- ανεξευγένιστος
- -η, -ο1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξευγενιστεί, να εκπολιτιστεί2. (για ζώα και φυτά) εκείνος του οποίου δεν έχει βελτιωθεί το γένος με επιλογή ή ειδική καλλιέργεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεξευγένιστος — η, ο αυτός που δεν εξευγενίστηκε: Την ποικιλία αυτή πορτοκαλιών την αφήσαμε ανεξευγένιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)